- ολοφυρτικός
- ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) [ολοφύρομαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.επίρρ...ὀλοφυρτικῶς (Α)με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλοφυρτικός — inclined to lamentation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοφυρτικόν — ὀλοφυρτικός inclined to lamentation masc acc sg ὀλοφυρτικός inclined to lamentation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοφυρτικαῖς — ὀλοφυρτικός inclined to lamentation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλοφυρτικῶς — ὀλοφυρτικός inclined to lamentation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)